φατικός

φατικός
-ή, -ό / φατικός, -ή, -όν, ΝΑ
νεοελλ.
φρ. «φατική επικοινωνία»
(κοινων.) διαδικασία επικοινωνίας, κατά την οποία μεταδίδονται, με τη χρήση ενός κοινού κώδικα για τον πομπό και τον δέκτη, καταστάσεις συναισθημάτων που χρησιμεύουν για τη δημιουργία κοινών στάσεων και κοινωνικής αλληλεγγύης
αρχ.
1. φλύαρος, πολυλογάς
2. βεβαιωτικός, καταφατικός.
επίρρ...
φατικῶς Α
με πολλά και χωρίς σημασία λόγια, με φλυαρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φᾰ- τής συνεσταλμένης βαθμίδας τού ρ. φημί* + κατάλ. -τικός (βλ. και λ. -ικος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φατικῶς — φατικός assertory adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαίνομαι — ΝΜΑ, και ενεργ τ. φαίνω Α μέσ. 1. είμαι ή γίνομαι ορατός, διακρίνομαι (α. «δεν φαίνεται από εδώ η θάλασσα» β. «φάνεν δὲ oἱ εὐρέες ὦμοι», Ομ. Οδ.) 2. γίνομαι φανερός, φανερώνομαι 3. προβάλλω, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι (α. «έχει καιρό να φανεί» β …   Dictionary of Greek

  • φημί — ΝΜΑ, και δωρ. τ. φαμί και αιολ. τ. φᾱμι Α νεοελλ. (λόγια φρ.) «αυτός έφα» χρησιμοποιείται για να δηλώσει γνώμη που έχει εκφραστεί από αυθεντία, χωρίς να επιδέχεται καμιά αμφισβήτηση, και η οποία προέρχεται από τη φράση που χρησιμοποιούσαν οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”